- τρισήλιος
- -ον, ΜΑ1. αυτός που έχει λαμπρότητα τριπλάσια από τον ήλιο2. (για την Αγία Τριάδα) αυτός που αποτελείται από τρεις ήλιους («τοὺς τρεῑς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος», Μηναί.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ-/τρι-* + ἥλιος].
Dictionary of Greek. 2013.